Ορίζεται από την ψυχοσύνθεση και τον σεβντά του χορευτή.
Το ζεϊμπέκικο, αν και ξεκίνησε ως χορός της Μικρασίας, στις μέρες
θεωρείται λαϊκός χορός και, μάλιστα, ανήκει στους ρεμπέτικους χορούς. Είναι, ίσως, ο μοναδικός χορός στο είδος του που δε διέπεται από
κανόνες, φιγούρες και βήματα, αλλά είναι καθαρά αυτοσχεδιαστικός χορός.
Ορίζεται από την ψυχοσύνθεση και τον σεβντά του χορευτή. Πρόκειται για χορό με τέμπο 9/8, τον οποίο χόρευαν αρχικά οι
ζεϊμπέκηδες, απ’ όπου πήρε και το όνομά του. Σύμφωνα με την ιστορία, οι
ζεϊμπέκηδες ήταν φυλή ανυπότακτων πολεμιστών, τους οποίους χρησιμοποίησε
ο Σουλτάνος το 19ο αιώνα ως βοηθητικά αστυνομικά σώματα. Διατηρούσαν
δικές τους συνήθειες και φορούσαν μια εθνική ενδυμασία που τόνιζε τη
θεματολογία του χορού τους. Κατ’ άλλους, το ζεϊμπέκικο προέρχεται από τις λέξεις «Ζευς» και «Βάκχος»
και θεωρείται ότι σαν χορός μιμείται το μάζεμα των σταφυλιών από τα
αμπέλια και την τοποθέτησή τους στα πανέρια. Όπως και να ‘χει, ο αρχαϊκός χορός της Θράκης που τον μετέφεραν οι
ζεϊμπέκηδες στη Μικρά Ασία και τον επανέφεραν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες
το 1922, έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό του κύκλο και δε συναντάται πια
με τη μορφή που χορευόταν. Στις μέρες μας, θεωρείται λαϊκός χορός και
έχει διαφοροποιηθεί αρκετά, διατηρώντας όμως το βασικό βηματισμό και το
ρυθμό των εννέα ογδόων. Αν και χορεύεται με μεγάλη ευκολία σε κέντρα
διασκέδασης, το ζεϊμπέκικο κανονικά είναι μεγάλη υπόθεση και χορεύεται
δύσκολα, κυρίως γιατί εκφράζει μια εσωτερική ένταση και μια φιλοσοφία,
που ο χορευτής οφείλει να σέβεται. Δε χορεύεται έτσι, απλά για επίδειξη,
αλλά ο χορευτής «φτιάχνει κεφάλι», ώστε να μπορεί να βιώσει όλα αυτά
που τον τρώνε και να μπορέσει να εκφράσει με το σώμα του την ήττα και
την απελπισία. Είναι χορός μοναχικός και, όπως
αναφέρει ο Διονύσης Χαριτόπουλος σε
άρθρο του, «...Το ζεϊμπέκικο είναι κλειστός χορός, με οδύνη και
εσωτερικότητα. Δεν απευθύνεται στους άλλους. Ο χορευτής δεν επικοινωνεί
με το περιβάλλον. Περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, τον οποίο
τοποθετεί στο κέντρο του κόσμου. Για πάρτη του καίγεται, για πάρτη του
πονάει και δεν επιζητεί οίκτο από τους γύρω. Τα ψαλίδια, τα τινάγματα,
οι ισορροπίες στο ένα πόδι είναι για τα πανηγύρια. Το πολύ να χτυπήσει
το δάπεδο με το χέρι “ν’ ανοίξει η γη να μπει”». Δυστυχώς, σήμερα, έχει
αποδεσμευτεί από όλους του τους συμβολισμούς και τις ψυχικές διεργασίες,
και διδάσκεται στις σχολές χορού τυποποιημένος, χάνοντας τον προσωπικό
αυτοσχεδιαστικό του χαρακτήρα. Το ζεϊμπέκικο δεν υπάρχουν
προκαθορισμένες χορευτικές κινήσεις, αλλά υπακοή στο ρυθμό και ελεύθερη
κίνηση στο χώρο ανάλογα με το τι θέλει να εκφράσει η ψυχή του χορευτή.
Είναι μυσταγωγία, όχι βήματα. Θα μπορούσαμε, παραταύτα, να ορίσουμε δυο-τρεις παραλλαγές στο
ζεϊμπέκικο: στατικό με ελάχιστες κινήσεις, κυκλικό με βόλτες γύρω από το
σώμα, βαδιστό, ή «της φυλακής», με βαδίσματα σε ευθεία γραμμή μπρος και
πίσω. Ένα βασικό στοιχείο που διαφοροποιεί το ζεϊμπέκικο από τους άλλους
χορούς είναι το τραγούδι και ο στίχος του. Δεν μπορείς να χορέψεις ένα
τραγούδι που αναφέρεται σε θάνατο με ζωηρό βήμα, ούτε και ένα τραγούδι
που αναφέρεται σε ερωτικό παράπονο ως βαριά ζεϊμπεκιά. Όπως το τσιφτετέλι θεωρείται ότι είναι για γυναίκες μόνο, έτσι και το
ζεϊμπέκικο θεωρείται ανδρική υπόθεση. Παλιότερα, μάλιστα, απαγορευόταν
σε γυναίκα
να χορέψει ζεϊμπέκικο γιατί θεωρούνταν προσβολή για τον
άνδρα που τη συνοδεύει. Πώς μπορούσε να εκφράσει τον πόνο της ενώπιον
τρίτων και να θεωρηθεί έτσι ότι ο άνδρας της δεν είναι σε θέση να την
ανακουφίσει; Εξαιρούνταν οι γυναίκες μεγάλης ηλικίας, λόγω ότι μπορεί να
είχαν χάσει παιδιά ή το σύζυγό τους.
pournari
Via
Το ζεϊμπέκικο, αν και ξεκίνησε ως χορός της Μικρασίας, στις μέρες
θεωρείται λαϊκός χορός και, μάλιστα, ανήκει στους ρεμπέτικους χορούς. Είναι, ίσως, ο μοναδικός χορός στο είδος του που δε διέπεται από
κανόνες, φιγούρες και βήματα, αλλά είναι καθαρά αυτοσχεδιαστικός χορός.
Ορίζεται από την ψυχοσύνθεση και τον σεβντά του χορευτή. Πρόκειται για χορό με τέμπο 9/8, τον οποίο χόρευαν αρχικά οι
ζεϊμπέκηδες, απ’ όπου πήρε και το όνομά του. Σύμφωνα με την ιστορία, οι
ζεϊμπέκηδες ήταν φυλή ανυπότακτων πολεμιστών, τους οποίους χρησιμοποίησε
ο Σουλτάνος το 19ο αιώνα ως βοηθητικά αστυνομικά σώματα. Διατηρούσαν
δικές τους συνήθειες και φορούσαν μια εθνική ενδυμασία που τόνιζε τη
θεματολογία του χορού τους. Κατ’ άλλους, το ζεϊμπέκικο προέρχεται από τις λέξεις «Ζευς» και «Βάκχος»
και θεωρείται ότι σαν χορός μιμείται το μάζεμα των σταφυλιών από τα
αμπέλια και την τοποθέτησή τους στα πανέρια. Όπως και να ‘χει, ο αρχαϊκός χορός της Θράκης που τον μετέφεραν οι
ζεϊμπέκηδες στη Μικρά Ασία και τον επανέφεραν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες
το 1922, έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό του κύκλο και δε συναντάται πια
με τη μορφή που χορευόταν. Στις μέρες μας, θεωρείται λαϊκός χορός και
έχει διαφοροποιηθεί αρκετά, διατηρώντας όμως το βασικό βηματισμό και το
ρυθμό των εννέα ογδόων. Αν και χορεύεται με μεγάλη ευκολία σε κέντρα
διασκέδασης, το ζεϊμπέκικο κανονικά είναι μεγάλη υπόθεση και χορεύεται
δύσκολα, κυρίως γιατί εκφράζει μια εσωτερική ένταση και μια φιλοσοφία,
που ο χορευτής οφείλει να σέβεται. Δε χορεύεται έτσι, απλά για επίδειξη,
αλλά ο χορευτής «φτιάχνει κεφάλι», ώστε να μπορεί να βιώσει όλα αυτά
που τον τρώνε και να μπορέσει να εκφράσει με το σώμα του την ήττα και
την απελπισία. Είναι χορός μοναχικός και, όπως
αναφέρει ο Διονύσης Χαριτόπουλος σε
άρθρο του, «...Το ζεϊμπέκικο είναι κλειστός χορός, με οδύνη και
εσωτερικότητα. Δεν απευθύνεται στους άλλους. Ο χορευτής δεν επικοινωνεί
με το περιβάλλον. Περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, τον οποίο
τοποθετεί στο κέντρο του κόσμου. Για πάρτη του καίγεται, για πάρτη του
πονάει και δεν επιζητεί οίκτο από τους γύρω. Τα ψαλίδια, τα τινάγματα,
οι ισορροπίες στο ένα πόδι είναι για τα πανηγύρια. Το πολύ να χτυπήσει
το δάπεδο με το χέρι “ν’ ανοίξει η γη να μπει”». Δυστυχώς, σήμερα, έχει
αποδεσμευτεί από όλους του τους συμβολισμούς και τις ψυχικές διεργασίες,
και διδάσκεται στις σχολές χορού τυποποιημένος, χάνοντας τον προσωπικό
αυτοσχεδιαστικό του χαρακτήρα. Το ζεϊμπέκικο δεν υπάρχουν
προκαθορισμένες χορευτικές κινήσεις, αλλά υπακοή στο ρυθμό και ελεύθερη
κίνηση στο χώρο ανάλογα με το τι θέλει να εκφράσει η ψυχή του χορευτή.
Είναι μυσταγωγία, όχι βήματα. Θα μπορούσαμε, παραταύτα, να ορίσουμε δυο-τρεις παραλλαγές στο
ζεϊμπέκικο: στατικό με ελάχιστες κινήσεις, κυκλικό με βόλτες γύρω από το
σώμα, βαδιστό, ή «της φυλακής», με βαδίσματα σε ευθεία γραμμή μπρος και
πίσω. Ένα βασικό στοιχείο που διαφοροποιεί το ζεϊμπέκικο από τους άλλους
χορούς είναι το τραγούδι και ο στίχος του. Δεν μπορείς να χορέψεις ένα
τραγούδι που αναφέρεται σε θάνατο με ζωηρό βήμα, ούτε και ένα τραγούδι
που αναφέρεται σε ερωτικό παράπονο ως βαριά ζεϊμπεκιά. Όπως το τσιφτετέλι θεωρείται ότι είναι για γυναίκες μόνο, έτσι και το
ζεϊμπέκικο θεωρείται ανδρική υπόθεση. Παλιότερα, μάλιστα, απαγορευόταν
σε γυναίκα
να χορέψει ζεϊμπέκικο γιατί θεωρούνταν προσβολή για τον
άνδρα που τη συνοδεύει. Πώς μπορούσε να εκφράσει τον πόνο της ενώπιον
τρίτων και να θεωρηθεί έτσι ότι ο άνδρας της δεν είναι σε θέση να την
ανακουφίσει; Εξαιρούνταν οι γυναίκες μεγάλης ηλικίας, λόγω ότι μπορεί να
είχαν χάσει παιδιά ή το σύζυγό τους.
pournari
Via
Tags
ΕΙΔΗΣΕΙΣ