Πλήρη ανατροπή των πεποιθήσεων στις δυτικές κοινωνίες για την ανάμειξη γονιδίων από άτομα της ίδιας οικογένειας φέρνει μία...
πολυετής έρευνα σε πανεπιστήμιο της Αυστραλίας. Ο Αλαν Μπιτλς, από τους αφοσιωμένους ερευνητές θεμάτων κληρονομικότητας, αποφάσισε να βάλει σε ένα βιβλίο τα συμπεράσματα από 35 χρόνια δουλειάς. Και το αποτέλεσμα σίγουρα θα αναστατώσει πολλούς, από απλούς αναγνώστες μέχρι ηγεσίες εκκλησιών, αλλά και τις υπηρεσίες των ληξιαρχείων, με όσα υποστηρίζει. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Μέρντοχ στο Περθ της Αυστραλίας εξέδωσε πρόσφατα το Consanguinity in Context, μία απόδοση του οποίου θα μπορούσε να είναι «Τα όρια της συγγένειας», με στόχο να διαλύσει μύθους και παρανοήσεις για τους γάμους μεταξύ ατόμων που έχουν κοντινό βαθμό συγγένειας. Όπως λέει, η αύξηση της μετανάστευσης έχει φέρει αυτές τις συνήθειες τόσο την Αυστραλία όσο και γενικά στο δυτικό κόσμο, κατά συνέπεια θα πρέπει να τις αντιμετωπίσει κανείς με τα επιστημονικά δεδομένα. Κεντρικός στόχος μου είναι η πρόληψη γενετικών ασθενειών μέσω της καλύτερης κατανόησης και εκτίμησης του πώς μεταφέρονται τα γονίδια μέσα στις οικογένειες και τις κοινότητες», όπως λέει ο ίδιος. Σήμερα στον πλανήτη υπάρχουν 1,1 δισ. άνθρωποι, ή πάνω από 15% του παγκόσμιου πληθυσμού, που είτε είναι παντρεμένοι με συγγενή είτε είναι παιδιά τέτοιου γάμου. Η πρακτική είναι κοινή σε πολλές κοινότητες, μουσουλμανικές, βουδιστικές, ινδουιστικές και εβραϊκές, ακόμη και χριστιανικές, σημειώνει. Η πάγια άποψη στη Δύση είναι ότι γάμοι μεταξύ πρώτων εξαδέρφων οδηγούν σε παιδιά με αρνητικά γονιδιακά χαρακτηριστικά, σημειώνει. Ωστόσο, η μεγάλη πλειοψηφία τους στην πραγματικότητα είναι υγιή. Ακόμη και στο ποσοστό αυτών που έχουν κάποιο πρόβλημα, πολλές φορές οφείλεται σε μη γονιδιακά αίτια. Όπως σημειώνει, η μέχρι τώρα επιστημονική καταγραφή αφορούσε κυρίως χώρες φτωχές, όπου οι συνθήκες ζωής υπονομεύουν την υγεία και την φυσιολογική ανάπτυξη των παιδιών. «Τα ευρήματα ετών έρευνας τεκμηριώνουν ότι οι κίνδυνοι υγείας από τους γάμους συγγενούς υπερεκτιμώνται, λόγω της κακής οργάνωσης της έρευνας, στην οποία δεν συνεκτιμώνται οι εξωγενείς παράγοντες», όπως σημειώνει. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Μπιτλς, η βρεφική θνησιμότητα ή η πιθανότητα σοβαρής ασθένειας στην βρεφική και παιδική ηλικία, είναι μόλις 4%-5% μεγαλύτερη για παιδιά από γάμους πρώτων εξαδέρφων. Και όχι μόνο αυτό, καθώς μπορεί να υπάρχουν και γενετικά ... πλεονεκτήματα, όπως υποστηρίζει. Σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, ενισχύονται οι δεσμοί της οικογένειας και διατηρούνται στο πλαίσιό της τα περιουσιακά στοιχεία», όπως σημειώνει, γεγονός πολύ κρίσιμο για τις χώρες του Τρίτου Κόσμου.
Via
πολυετής έρευνα σε πανεπιστήμιο της Αυστραλίας. Ο Αλαν Μπιτλς, από τους αφοσιωμένους ερευνητές θεμάτων κληρονομικότητας, αποφάσισε να βάλει σε ένα βιβλίο τα συμπεράσματα από 35 χρόνια δουλειάς. Και το αποτέλεσμα σίγουρα θα αναστατώσει πολλούς, από απλούς αναγνώστες μέχρι ηγεσίες εκκλησιών, αλλά και τις υπηρεσίες των ληξιαρχείων, με όσα υποστηρίζει. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Μέρντοχ στο Περθ της Αυστραλίας εξέδωσε πρόσφατα το Consanguinity in Context, μία απόδοση του οποίου θα μπορούσε να είναι «Τα όρια της συγγένειας», με στόχο να διαλύσει μύθους και παρανοήσεις για τους γάμους μεταξύ ατόμων που έχουν κοντινό βαθμό συγγένειας. Όπως λέει, η αύξηση της μετανάστευσης έχει φέρει αυτές τις συνήθειες τόσο την Αυστραλία όσο και γενικά στο δυτικό κόσμο, κατά συνέπεια θα πρέπει να τις αντιμετωπίσει κανείς με τα επιστημονικά δεδομένα. Κεντρικός στόχος μου είναι η πρόληψη γενετικών ασθενειών μέσω της καλύτερης κατανόησης και εκτίμησης του πώς μεταφέρονται τα γονίδια μέσα στις οικογένειες και τις κοινότητες», όπως λέει ο ίδιος. Σήμερα στον πλανήτη υπάρχουν 1,1 δισ. άνθρωποι, ή πάνω από 15% του παγκόσμιου πληθυσμού, που είτε είναι παντρεμένοι με συγγενή είτε είναι παιδιά τέτοιου γάμου. Η πρακτική είναι κοινή σε πολλές κοινότητες, μουσουλμανικές, βουδιστικές, ινδουιστικές και εβραϊκές, ακόμη και χριστιανικές, σημειώνει. Η πάγια άποψη στη Δύση είναι ότι γάμοι μεταξύ πρώτων εξαδέρφων οδηγούν σε παιδιά με αρνητικά γονιδιακά χαρακτηριστικά, σημειώνει. Ωστόσο, η μεγάλη πλειοψηφία τους στην πραγματικότητα είναι υγιή. Ακόμη και στο ποσοστό αυτών που έχουν κάποιο πρόβλημα, πολλές φορές οφείλεται σε μη γονιδιακά αίτια. Όπως σημειώνει, η μέχρι τώρα επιστημονική καταγραφή αφορούσε κυρίως χώρες φτωχές, όπου οι συνθήκες ζωής υπονομεύουν την υγεία και την φυσιολογική ανάπτυξη των παιδιών. «Τα ευρήματα ετών έρευνας τεκμηριώνουν ότι οι κίνδυνοι υγείας από τους γάμους συγγενούς υπερεκτιμώνται, λόγω της κακής οργάνωσης της έρευνας, στην οποία δεν συνεκτιμώνται οι εξωγενείς παράγοντες», όπως σημειώνει. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Μπιτλς, η βρεφική θνησιμότητα ή η πιθανότητα σοβαρής ασθένειας στην βρεφική και παιδική ηλικία, είναι μόλις 4%-5% μεγαλύτερη για παιδιά από γάμους πρώτων εξαδέρφων. Και όχι μόνο αυτό, καθώς μπορεί να υπάρχουν και γενετικά ... πλεονεκτήματα, όπως υποστηρίζει. Σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, ενισχύονται οι δεσμοί της οικογένειας και διατηρούνται στο πλαίσιό της τα περιουσιακά στοιχεία», όπως σημειώνει, γεγονός πολύ κρίσιμο για τις χώρες του Τρίτου Κόσμου.
Via